- πλουμιστός
- -ή, -ό / πλουμιστός, -ή, -όν, ΝΜ [πλουμίζω]στολισμένος, κεντημένος με πλουμιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλουμιστός — ή, ό πλουμισμένος, στολισμένος, ποικιλμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιολίας — αἰολίας, ο (Α) [αἰόλος] 1. είδος ψαριού που έχει πολλά στίγματα 2. ως επίθ. στολισμένος, πλουμιστός … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
μαυροπλουμιστομάτης — μαυροπλουμιστομάτης, α, άτικο (Μ) αυτός που έχει μαύρα και πλουμιστά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + πλουμιστός + μάτι] … Dictionary of Greek
μεγαλοπλουμάτος — μεγαλοπλουμάτος, η, ον (Μ) αυτός που έχει πλούσια διακόσμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πλουμάτος «πλουμιστός, στολισμένος»] … Dictionary of Greek
πλουμάτος — η, ο / πλουμᾱτος, άτη, ᾱτον, ΜΑ αυτός που έχει κεντήματα, στολίδια, πλουμισμένος, πλουμιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plumatus, μτχ. τού plumo «στολίζω»] … Dictionary of Greek
πλουμερός — ή, ό, Ν ο γεμάτος κεντήματα και στολίδια, πλουμάτος, πλουμιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουμί(ον) + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek